-
1 υποβολείο(ν)
το театр, суфлёрская будка -
2 υποβολείο(ν)
το театр, суфлёрская будка -
3 будка
будка ж о θαλαμίσκος, η καμπίνα· телефонная \будка η καμπίνα του τηλεφώνου· суфлёрская \будка το υποβολείο* * *жο θαλαμίσκος, η καμπίναтелефо́нная бу́дка — η καμπίνα του τηλεφώνου
суфлёрская бу́дка — το υποβολείο
-
4 будка
ο θαλαμίσκος, η σκοπιά, το παράπηγμαсуфлёрская - театр. το υποβολείοсъемочная кфт. - λήψηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > будка
-
5 суфлёрский
του υποβολέα· - ая будка το υποβολείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > суфлёрский
-
6 будка
будкаж τό σπιτάκι, τό παράπηγμα, ὁ ὁΐκίσκϋς:железнодорожная \будка τό σπιτάκι τοῦ φύλακα σιδηροδρομικής γραμμής; караульная \будка ἡ σκοπιά, τό φυλάκιον' суфлерская \будка τό ὑποβολεῖο (θεάτρου); телефонная \будка ὁ τηλεφωνικός θάλαμος. -
7 суфлерский
суфл||ерскийприл τοῦ ὑποβολέα:\суфлерскийерская бу́дка τό ὑποβολεῖο[ν]. -
8 будка
-и θ.μικρό παράπηγμα• φυλάκιο•жилая μικρούτσικο σπιτάκι•
железнодорожная будка το οριοφυλάκιο σιδηρ.γραμμής•
военная, постовая, караульная, сторожевая будка ή будка часового η σκοπιά του σκοπού, του φύλακα.
|| θαλαμίσκος, καμπίνα•телефонная будка ο τηλεφωνικός θαλαμίσκος•
суфлерская будка το υποβολείο•
собачья будка το κουμάσι.
-
9 суфлёрский
επ.του υποβολέα•-ая будка το υποβολείο.
См. также в других словарях:
υποβολείο — το, Ν κρύπτη στο προσκήνιο θεάτρου, από όπου ο υποβολέας βοηθάει τους ηθοποιούς κατά την παράσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποβολέας + επίθημα είο*. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποβολεῖον, μαρτυρείται από το 1899 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
υποβολείο — το κρύπτη στη μέση του προσκήνιου, όπου βρίσκεται ο υποβολέας σε μία θεατρική παράσταση και υπαγορεύει τους ρόλους των ηθοποιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α … Dictionary of Greek