Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το υποβολείο

См. также в других словарях:

  • υποβολείο — το, Ν κρύπτη στο προσκήνιο θεάτρου, από όπου ο υποβολέας βοηθάει τους ηθοποιούς κατά την παράσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποβολέας + επίθημα είο*. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποβολεῖον, μαρτυρείται από το 1899 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • υποβολείο — το κρύπτη στη μέση του προσκήνιου, όπου βρίσκεται ο υποβολέας σε μία θεατρική παράσταση και υπαγορεύει τους ρόλους των ηθοποιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»